- περιχύτης
- ὁ, ΜΑ [περιχέω]υπάλληλος του δημόσιου λουτρού που περιέχυνε τους πελάτες, που τούς έριχνε νερό πάνω από τα κεφάλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιχύτης — attendant at baths masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχύτην — περιχύτης attendant at baths masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχύτας — περιχύτᾱς , περιχύτης attendant at baths masc acc pl περιχύτᾱς , περιχύτης attendant at baths masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισχύτης — ὁ, Α βλ. περιχύτης … Dictionary of Greek